Ένα σύννεφο είχαν αδράξει τα χέρια
κι ένα βλέφαρο φως
ήταν καινούργιος ο ουρανός, χτες,
πάνω από τα εύθραυστα της ψυχής
σήμερα πάλιωσε, με τη συνήθεια
το ίδιο και η προσευχή
πολυκαιρισμένα λόγια
κρυμμένα σε ραφές
και στο μαύρο σου πουκάμισο.
Αύριο, θα σου μιλήσω για το φεγγάρι
αυτό το δικό μου,
όταν ο χρόνος
θα ’χει το χρώμα των ματιών σου
ώρα που μοιράζει ο ορίζοντας ξενιτιές
μυρίζουν τα γιασεμιά της θύμησης
κάτω από την ανυπομονησία των άστρων.
Η νοσταλγία ξυπνά
έξω και μέσα μου, λέξεις τρυφερές
να σε αγναντεύω μοναξιά
να σε ακούω
αγάπη, μέσα από κοχύλι θαλασσινό
στα κεντημένα φύλλα της μυρτιάς
και σε καλοκαιριών φωνές.
Στα σταυροδρόμια φέγγει ο Αύγουστος
τώρα ξέρεις
γιατί οι καιροί πρέπει να χωρέσουν στο χρόνο
όταν σε περικυκλώνει από παντού
τούτη η πανσέληνος
και τα θολωτά παράθυρα γεμίζουν χελιδόνια
στον Αχέροντα βάρκα άσπρη
και βαρκάρης ο έρωτας.
Γλίστρησε η άμμος μέσ’ απ’ τα δάχτυλα
λίγα βότσαλα κράτησα για ενθύμιο
περιμένοντας μια βροχή
να μου διηγηθεί απ’ την αρχή το παραμύθι
τυφλή η καρδιά
τυφλή και η μοίρα
πάνω απ’ την έρημο θα σηκώσει
Αύριο, τα πέπλα και τα μυστικά η αυγή
πριν μεγαλώσει κι άλλο η απόσταση
από χείλη, σε χείλη
κι από φιλί, σε φιλί.
Σε θέλει η ανάγκη
περισσότερο απ’ το πάθος
κλαις, σημάδια της αφής στο πρόσωπο
που μόνο εσύ γνωρίζεις να διαβάζεις
μπροστά σε καθρέφτες της λήθης,
μα εκεί, ποτέ
δεν θ’ ανατείλει το φεγγάρι.
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο
Αύριο, θα σου μιλήσω
για το δικό μου Αυγουστιάτικο φεγγάρι…
_
γράφει η Ζωή Δικταίου
Σε θέλει η ανάγκη
περισσότερο απ’ το πάθος
κλαις, σημάδια της αφής στο πρόσωπο
που μόνο εσύ γνωρίζεις να διαβάζεις
μπροστά σε καθρέφτες της λήθης,
μα εκεί, ποτέ
δεν θ’ ανατείλει το φεγγάρι.
τι αχ…αφήνει να ξεγλιστρούν η πένα σου Ζωή…
με ταξίδεψες στο κομμάτι μιας μνήμης τόσο οικεία σα να ήταν κοινή…
Κάποια στιγμή θα κοιτάξαμε ταυτόχρονα προς την ίδια μεριά τ’ ουρανού κι ας μην βρισκόμασταν μαζί στην ίδια φλούδα της γης. Όπως και να έχει, είτε έφτασε πρώτο το δικό μου παράπονο, είτε ακούστηκε το δικό σου αχ, το φεγγάρι φταίει που κάθε φορά στην επιστροφή του ανοίγει το παλιό τεφτέρι της μνήμης και ξαναδιαβάζουμε όσα από τα ξέφτια της νύχτας πέφτουν με τ’ άστρα ή με τη βροχή στα χέρια μας. Την αγάπη μου Μάχη.