– «Μίλησες καθόλου με την μαμά σήμερα;»
– «Όχι. Γιατί;»
– «Παίρνω σπίτι τηλέφωνο και δεν το σηκώνει κανείς.»
– «Μήπως έχει βγει για ψώνια; Την πήρες στο κινητό;»
– «Είναι κλειστό. Το ίδιο και του μπαμπά.»
– «Αν είχε συμβεί κάτι, θα μας είχαν ειδοποιήσει. Μην βάζεις κακό με τον νου σου. Μην ανησυχείς. Κάπου θα έχουν πάει και θα γυρίσουν.»
– «Δεν ξέρω…»
– «Άκου που σου λέω. Εσύ πού είσαι;»
– «Στη δουλειά και σχολάω σε λίγο…»
– «Ωραία. Πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς και την παίρνεις αργότερα. Θα προσπαθήσω κι εγώ.»
– «Μου δίνεις το λόγο σου;»
– «Εννοείται.»
Μόλις κλείνουν οι δύο αδελφές το τηλέφωνο, η Ειρήνη, η μικρότερη, που βρισκόταν κοντά στο πατρικό τους, λέγοντας ένα «Συγγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω… Κάτι συμβαίνει στους γονείς μου…», φόρεσε το μπουφάν της, πήρε την τσάντα της και σε λιγότερο από πέντε λεπτά, βρισκόταν να ξεκλειδώνει την πόρτα. Φτερά γίναν’ τα πόδια της κι η αναπνοή της, όχι τόσο από το περπάτημα, αλλά από την αγωνία. Με δυσκολία προσπαθούσε να βρει τον κανονικό ρυθμό της.
«Ας είναι καλά και δεν με νοιάζει…», μουρμούρισε ανοίγοντας την πόρτα.
«Μαμά… Μπαμπά… Τι φωνάζω. Αφού φαίνεται πως λείπουν. Είναι όλα κλειστά και τακτοποιημένα… Λες να πήγαν στο νησί; Αλλά και πάλι, δεν θα μας το έλεγαν; Αποκλείεται…»
Κοιτάζει ένα γύρο στο σπίτι. Το κρεβάτι τους στρωμένο, ο νεροχύτης καθαρός, τα φλιτζάνια τους στη θέση τους, στο ψυγείο μόνο τα απαραίτητα.
«Η τσάντα της; Καλά, τόσο χαζή είμαι; Θα πήγαινε πουθενά χωρίς την τσάντα της; Το αυτοκίνητο; Πώς δεν το σκέφτηκα…»
Ανοίγει την μπαλκονόπορτα. Ναι. Λείπει το αυτοκίνητο και τα χαρτιά του αυτοκινήτου που τα φυλάνε μέσα από το ντουλαπάκι …
«Κάπου θα έχουν πάει. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ναι, αλλά πού; Και γιατί έχουν και τα δύο κινητά τους κλειστά;…»
Σαν έκλεισαν το τηλέφωνο με την Αγνή, σχημάτισε πρώτα το τηλέφωνο της μάνας κι ύστερα του πατέρα τους. Και στα δύο η ίδια απάντηση “απενεργοποιημένο”. Ξαναπήρε όταν έφτασε. Το ίδιο…
– «Να ‘τοι…, ήρθαν…» κι έτρεξε στην πόρτα που άκουσε να ανοίγει.
– «Εδώ είσαι;»
– «Ναι. Ήμουν κοντά όταν με πήρες και είπα να πεταχτώ να δω.»
– «Κι εγώ δεν μπόρεσα να πάω σπίτι μου. Ανησυχώ…»
– «Γιατί κορίτσι μου;»
– «Εσύ δεν ανησυχείς;»
– «Ε…, όχι. Μπορεί εκεί που έχουν πάει να μην έχει σήμα, να μην πιάνουν τα κινητά τους και γι’ αυτό βγαίνουν σαν απενεργοποιημένα.»
– «Με κοροϊδεύεις τώρα, έτσι;»
– «Θέλεις να μου πεις τι σε ανησυχεί τόσο πολύ; Ξέρεις κάτι που εγώ δεν ξέρω;»
– «Η μαμά δεν είναι και τόσο καλά τον τελευταίο καιρό…»
– «Να, αυτά κάνει. Δεν πάει να κοιταχτεί. Τόσες φορές της το έχω πει. Δεν ακούει. Αγύριστο κεφάλι.»
– «Αν συνέβαινε, όμως, κάτι δεν θα μας ενημέρωνε ο μπαμπάς;»
-«Έτσι πιστεύω. Γι’ αυτό, μην ανησυχείς. Δεν μου λες; Λες να είχαν κανένα δικαστήριο πάλι με τον αδελφό της και να ξέχασαν να μας το πουν; Μήπως έφυγαν για το νησί;»
– «Αποκλείεται να μην μας το έλεγαν.»
– «Μήπως είναι καλεσμένοι σε κανένα γάμο, εκτός Αθηνών, και δεν δώσαμε σημασία αν μας το είχαν αναφέρει;»
– «Δεν νομίζω…»
Όσην ώρα μιλούν οι δύο αδελφές και προσπαθούν να λύσουν το μυστήριο της «εξαφάνισης» των γονιών τους, η Ειρήνη παίζει μ’ έναν φάκελο που ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
– «Σταμάτα, Ειρήνη…»
– «Τι έπαθες;»
– «Σταμάτα να παίζεις με τον φάκελο και προσπάθησε να ηρεμήσεις. Να συγκεντρωθούμε…»
– «Να. Ορίστε. Σταμάτησα.»
– «Ο φάκελος έχει τα ονόματά μας…»
Και χωρίς δεύτερη κουβέντα ή σκέψη, η Ειρήνη σκίζει τον φάκελο.
«Αγαπημένα μας παιδιά, Αγνή και Ειρήνη.
Φαντάζομαι πως βρίσκεστε και οι δύο στο σπίτι και διαβάζετε τούτο το γράμμα.
Σας ζητώ συγγνώμη που σας ανησύχησα, αλλά ήταν μια δική μου απόφαση που την δέχτηκε κι ο πατέρας σας.
Για την ώρα είμαστε καλά. Δεν σας είπαμε τίποτα, γιατί το αποφασίσαμε ξαφνικά, παρόλο που το συζητούσαμε κάτι χρόνια… Και είπαμε να μην πούμε σε κανέναν πού πάμε και πότε φεύγουμε, αφού ούτε οι ίδιοι ξέραμε καλά-καλά.
Θέλαμε να πάμε ο καθένας μας σε μέρη που ήταν τα απωθημένα μας. Έτσι βάλαμε σε μια τσάντα δυο ρούχα και πήραμε τους δρόμους. Κι επειδή το καλοκαίρι, απέχοντας από την τεχνολογία, νιώσαμε πολύ όμορφα, αποφασίσαμε να κλείσουμε και τα κινητά μας, για να έχουμε και εξοικονόμηση μπαταρίας!
Λοιπόν, για να μην ανησυχείτε, θα σας παίρνουμε εμείς.
Αλήθεια, κάπως έτσι δεν κάνατε κι εσείς άλλοτε; Ε, καιρός μας είναι να εξαφανιζόμαστε κι εμείς κατά καιρούς. Νομίζω… Κι αν θέλετε, είναι μια πρόβα τζενεράλε, για να δείτε πώς θα είναι και πώς θα φτιάξετε την καθημερινότητά σας, όταν θα φύγουμε για το «άλλο» ταξίδι.
Να προσέχετε. Ν’ αγαπάει η μία την άλλη και να ξέρετε πως σας αγαπάμε κι εμείς πάρα πολύ και τις δύο.
Και μια συμβουλή, που τα τελευταία χρόνια δεν σας τη λέω: ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι δεδομένο στη ζωή μας. Κάθε μέρα οφείλουμε να παλεύουμε, για να την κάνουμε πιο υποφερτή και πιο όμορφη.
Σας φιλούμε πολύ-πολύ
Οι γονείς σας.
ΥΓ. Μην νοιαστείτε για τους λογαριασμούς. Θα πληρωθούν όταν πρέπει! Κι αν θέλετε, ρίχνετε λίγο νεράκι στις γλαστρούλες μου.
Φιλί.»
Οι δύο αδελφές έχουν κατεβάσει τα κεφάλια τους, χωρίς να μιλάνε. Η καθεμιά προσπαθεί να κρύψει από την άλλη τα δάκρυά της και τον θυμό της μαζί. Πρώτη βρήκε την αυτοκυριαρχία της η Ειρήνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έβαλε από ένα ποτήρι νερό στην καθεμιά τους.
– «Δεν σου είπαν τίποτα, αλήθεια;»
– «Αν μου έλεγαν, θα σ’ έπαιρνα πανικόβλητη;»
– «Ναι, δεν λέω. Η αλήθεια είναι πως δεν μιλάμε και συχνά…»
– «Τώρα θα το λύσουμε αυτό;»
– «Ηρέμησε, σε παρακαλώ. Μπορεί να είναι κι έτσι, όπως τα λέει η μαμά. Να θέλανε να πάνε σε μέρη που τους ήταν απωθημένα.»
– «Και γιατί τώρα;»
– «Γιατί έτσι ήθελαν. Εκτός κι αν ξέρεις κάτι παραπάνω και σε φοβίζει.»
– «Δεν έχεις προσέξει πως τελευταία η μαμά σαν κάτι έχει να πει;»
– «Σαν τι, δηλαδή;»
– «Δεν είναι όπως ήταν. Δεν έχει πια το κέφι που είχε. Σαν να είναι στενοχωρημένη. Σαν κάτι να την απασχολεί. Κι όσες φορές την έχω ρωτήσει τι της συμβαίνει, η απάντησή της είναι πάντα η ίδια: Είμαι καλά, μην ανησυχείς.»
– «Γιατί; Εσύ πιστεύεις πως έχει πρόβλημα με την υγεία της; Βέβαια, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, όπως λέει συχνά, πόσα χρόνια έχει να κάνει εξετάσεις; Δεν νοιάζεται για τον εαυτό της, ενώ για τον μπαμπά και για μας, είναι κέρβερος.»
– «Αυτό φοβάμαι. Λες να έχει κάτι και να μας το κρύβει για να μη μας στενοχωρήσει; Πόσες φορές την έχουμε ακούσει πόσο αντίθετη είναι σε ορισμένες θεραπείες και ειδικά αν χρειαστεί για τον εαυτό της.»
– «Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα της θυμώσω πολύ.»
– «Και γιατί να πάνε τώρα, που ξέρουμε πως και τα οικονομικά τους δεν είναι όπως ήταν άλλοτε;»
– «Έλα μου ντε. Εκτός κι αν μας έλεγαν πως δυσκολεύονται, για να μην ζητάμε συνέχεια.»
– «Τι λες τώρα; Πότε τους ζητήσαμε λεφτά; Κι οι δυο μας δουλεύουμε και τα βγάζουμε πέρα μια χαρά. Δεν έχουμε λόγο. Δεν ισχύει.»
– «Τότε, θα πάνε σε δυο-τρία μέρη και θα γυρίσουν. Σε καμιά δεκαριά μέρες θα είναι πίσω. Αλήθεια, θυμάσαι πού ήθελαν να πάνε ο καθένας τους;»
– «Η μαμά έχει γυρίσει όλη την Ελλάδα σχεδόν. Αλλά και ο μπαμπάς, εκτός από Βόρεια, έχει κάνει κι εκείνος τα ταξιδάκια του…»
– «Στο Σουφλί ή κάπως έτσι, δεν ήθελε να πάει;»
– «Ωραία. Μια μέρα να πάνε, δυο-τρεις να μείνουν και μια μέρα να γυρίσουν.»
– «Ε, μην είσαι περίεργη. Δεν είναι και παιδόπουλα να κάνουν σε μια μέρα τη διαδρομή. Ύστερα, αφού θα είναι στον Βορρά, θα πάνε και σε άλλα μέρη.»
– «Και τώρα που αρχίζουν τα κρύα βρήκαν να πάνε;»
– «Έλα, ηρέμησε. Δεν είσαι η μαμά τους. Μεγάλα παιδιά είναι. Από πότε έχεις να μιλήσεις μαζί τους;»
– «Είναι δυο μέρες… Ναι, είχα ρεπό και είχα έρθει σπίτι. Χθες δεν μίλησα καθόλου. Εσύ;»
– «Πρέπει να μιλήσαμε χθες το πρωί. Ναι, χθες το πρωί… Και ήταν βιαστική, κάτι που δεν το συνηθίζει να κλείνει εκείνη το τηλέφωνο πρώτη. Είχε γυρίσει από την λαϊκή και τακτοποιούσε τα πράγματα, από όσο μου είπε.»
– «Θα μου το πληρώσουν αυτό που μας έκαναν.»
– «Είσαι χαζή; Άσ’ τους να περάσουν όμορφα. Θα το έχουν ανάγκη.»
– «Και δεν μπορούσαν να μας το πουν;»
– «Μας το έγραψαν! Έλα, πάμε. Και όποια μιλήσει πρώτη μαζί τους, ενημερώνει την άλλη. Σύμφωνοι;»
– «Εννοείται… Να ρίξουμε λίγο νερό και στα λουλούδια της. Πιάσε εσύ το ένα μπαλκόνι κι εγώ το άλλο…»
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια