Ο μικρός Πέτρος με το ροδαλό του μάγουλο και τα αφράτα του χέρια κατεβάζει λαίμαργα το κρουασάν σοκολάτας στην κουζίνα κουνώντας ρυθμικά το πόδι του ακούγοντας μουσική από το καινούριο του κινητό. Τον κοιτάζω από το απέναντι μπαλκόνι διαβάζοντας την εφημερίδα μου, να βασανίζει τη νταντά του που προσπαθεί να τον ετοιμάσει για το σχολείο ενώ παράλληλα το κίτρινο σχολικό κάτω στην πολυκατοικία έχει κλείσει το δρόμο και οι κόρνες πάνε κι έρχονται.
Σήμερα φορά ένα κόκκινο κασκόλ και καπέλο της ομάδας του. Ο πατέρας του ο κ. Ιακώβου, μεγαλοεπιχειρηματίας, του έχει βγάλει εισιτήρια να πάνε μαζί στον αγώνα της ομάδας του μου ’πε η κυρά Νέλλη, η κυρά που αγκομαχεί ξοπίσω από το αγόρι που μπαίνει βαριεστημένα στο σχολικό. Γέλασα ειρωνικά όταν μου το ’πε και κοίταξα την κορνίζα του μακαρίτη του πατέρα μου. Κι ύστερα στριφογύρισα στον καρπό μου το ρολόι του που φορούσε πάντα… Τα μάτια μου, σαν ήμουνα μικρός, κολλάγανε σε εκείνους τους δείκτες που όλο γρήγορα πηγαίνανε κι όλο λείπανε από το σπίτι..
Απόγευμα και στο μπαλκόνι τρυπά ο αέρας. Όπως μ’ αρέσει το φθινόπωρο.. Πίνω τον ελληνικό μου και περιμένω να ’ρθει το σχολικό. Συνήθισα να τον καρτερώ να ’ρθει από το σχολείο του, ούτε που ξέρω το γιατί… Με εκείνη τη φόρμα που κολλά πάνω στο καλογεμισμένο στομάχι του και το φανελάκι της ομάδας του που δεν ξεκολλά από πάνω του. Πάντα κρατά και ένα καινούριο παιχνίδι να δείξει στους συμμαθητές. Σαν βγαίνει από το σχολικό κάνω χάζι τα πεινασμένα βλέμματα των υπόλοιπων παιδιών…
Η κυρά Νέλλη περίμενε ανέκφραστη το σχολικό να ’ρθει. Κούμπωσα μέχρι πάνω το μπουφάν μηχανικά. Σα να πάγωσε τούτο το φθινόπωρο. Σαν πάρκαρε απ’ έξω, κατέβηκε χαμογελαστός και ζωηρός ο μικρός βγάζοντας επιδεικτικά τη γλώσσα σε ένα από τα παιδιά μες στο αμάξι που κραύγαζε για την αντίπαλη ομάδα του αγώνα. Κοκάλωσε σαν είδε το γκαράζ άδειο, κοίταξε τη νταντά του και σαν έφυγε το σχολικό μακριά, κατέβασε τη σάκα του και την έσυρε σε όλο το δρόμο και στα σκαλιά της πολυκατοικίας κάνοντάς την να χτυπά από εδώ κι από εκεί. Τα μάτια μου βούρκωσαν και ο καρπός με φαγούριζε σαν στριφογύριζα ξανά το ρολόι.
Το δωμάτιό του είναι ακριβώς απέναντί από το τραπέζι του μπαλκονιού μου. Περιμένω να φανεί. Το γνωρίζω αυτό το βλέμμα και τη σάκα που χτυπά παντού… και το πόδι που κλωτσά τα ακριβά του παιχνίδια. Μπαίνει φωνάζοντας μα δεν ακούω τι λέει όσο και να σκύβω… γέρασε πια και η ακοή μου. Σπρώχνει τη νταντά που πάει να τον αγκαλιάσει και της κλείνει την πόρτα. Η κυρά Νέλλη στο διπλανό σαλόνι τριγυρνά πέρα δώθε κουνώντας τα χέρια της επιθετικά… αν δεν την ήξερα θα έλεγα πως τρελάθηκε και βλέπει φαντάσματα μπροστά της. Ο μικρός χαμηλώνει στο χαλί του και πλέκει στα χέρια του το κασκόλ του.
Στο διπλανό μπαλκόνι, ο γείτονας έβγαλε πάλι το σκύλο… και ο πιτσιρικάς ο Άρης με την μικρή μπέμπα την αδερφή του ακολουθούνε ξοπίσω από τον πατέρα τους σαν κουτάβια και κουνάνε την ουρά τους από χαρά. Ο μπαμπάς τους κρατά ένα μπουκάλι με σαμπουάν στα χέρια και τα μικρά φοράνε ποδιές. Ετοιμάζονται να πλύνουνε τον άτακτό το σκύλο που ποτέ δεν κάθεται ήσυχος. Χαχανίζουν με το σκυλί όταν το βρέχουν με το λάστιχο. Κοιτάζω τον Πέτρο που ’χει κλείσει τα αυτιά του δυνατά με τις παλάμες του και δεν ακούω πια ούτε κι εγώ τα χαχανητά και το γάβγισμα του σκύλου. Σε λίγη ώρα ο Πέτρος με ένα σακούλι γεμάτο σοκολάτες κάθεται στο μπαλκόνι και τρώει τη μία μετά την άλλη. Με τα καφετιά του χείλια και τα δάχτυλα πασαλειμμένα κρέμεται από το μπαλκόνι και κοιτάζει δήθεν αδιάφορα το διπλανό θέαμα. Κρέμομαι κι εγώ πάνω στα κάγκελα και κοιτάζω πότε το ένα μπαλκόνι πότε το άλλο.
Το κρύο με έκανε να μπω μέσα στο άδειο μου σπίτι. Με ένα βιβλίο δίπλα στο τζάκι μου γεμίζω το χρόνο μου να γεμίσουν και τούτοι οι αντιπαθητικοί δείκτες. Καμιά φορά νομίζω πως ετούτο το ρολόι σταματά στο χέρι μου και το κουνάω απότομα να ξαναξεκινήσει και εκείνο ταπεινό και υπάκουο συνεχίζει τη δουλειά του σωστά. Τικ τακ… Το δωμάτιο του Πέτρου ήσυχο, ο μικρός είναι με τις πιτζάμες του. Το γκαράζ ακόμα άδειο. Η νταντά του σβήνει το φως και εκείνος χώνεται στο αυτοκίνητο-κρεβάτι του.
Ήταν μεσάνυχτα όταν ξύπνησα απότομα με το βιβλίο που διάβαζα πάνω στα πόδια μου και τα γυαλιά μου πεσμένα στο στομάχι μου. Ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος. Μαζεύω το βιβλίο και φοράω πάλι τα γυαλιά μου πλησιάζοντας στη μπαλκονόπορτα για να κλείσω τα στόρια. Νόμιζα πως είδα μια σκιά στο μπαλκόνι του Πέτρου μα ξανακοίταξα και δεν είδα τίποτα. Τον σκεφτόμουν εκεί στο μελαγχολικό του όνειρο να προσπαθεί να γεμίσει ένα άδειο γκαράζ και να κουνά ένα κόκκινο κασκόλ με κραυγές και καπέλα… και έσβησα το φως…
Το επόμενο πρωί, έπαιρνα το πρωινό στην κουζίνα μου σαν άκουσα φωνές και κλάματα από την απέναντι πολυκατοικία. Τινάχτηκα και έτρεξα στο μπαλκόνι με την καρδιά μου να χτυπά. Ο Άρης έκλαιγε με αναφιλητά με την μπλούζα του ολομάτωτη και ο μπαμπάς του προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Ο σκύλος τους μαχαιρωμένος στο πάτωμα του μπαλκονιού, έκανε ποταμό από το αίμα κι έφτανε μέχρι το μπαλκόνι του Πέτρου από το άνοιγμα του διαχωριστικού των μπαλκονιών.
Η κυρά Νέλλη έντρομή είχε κρεμαστεί από το διαχωριστικό και έκλαιγε. Φοβόταν για τον άγριο κλέφτη που πήγε να κλέψει το σπίτι των γειτόνων και ο σκύλος ο ήρωας όπως φώναζε τους έσωσε χάνοντας τη ζωή του. «άτιμοι κλέφτες… απάνθρωποι… τι τους έφταιξε το σκυλί ε;» φώναζε εκνευρισμένη.
Τότε τον είδα να βγαίνει από την μπαλκονόπορτα του δωματίου του… αγουροξυπνημένος και ατάραχος. Η κυρά Νέλλη τον τράβηξε μακριά σαν τον είδε να κοιτά τα αίματα. «Πήγαινε μέσα αγόρι μου… μην κοιτάς… καλό μου» του φώναζε και εκείνος την κοίταξε στα μάτια και υπάκουσε.
Μπήκε μέσα και έκλεισε τη τζαμαρία μα το πρόσωπό του το άφησε κολλημένο στο τζάμι. Τότε συναντηθήκαν οι ματιές μας. Τον κοίταξα στα μάτια και εκείνος δεν ξεκόλλαγε από τα δικά μου. Έβαλε τα κλάματα σιωπηλός… και έκλαιγα κι εγώ. Ήθελα να απλώσω το χέρι μου μα ήμουν μακριά του, να τον πάρω μια πατρική αγκαλιά από τούτες τις νοσταλγικές μα δε μπορούσα. Το χέρι μου απλώθηκε στο κενό… και τότε το ρολόι μου που δεν είχα καλοφορέσει σαν έτρεξα να δω τι συμβαίνει έφυγε από το χέρι μου. Έπεσε με φόρα προς τα κάτω… το είδα να χτυπά πρώτα στα κάγκελα της εισόδου και ύστερα να διαλύεται σε κομμάτια πάνω στα σκαλιά. Χαμένα δευτερόλεπτα από ατίθασους δείκτες σκοτωμένα πλέον στην είσοδο της πολυκατοικίας… εκεί στα σκαλιά που περίμενα να ’ρθει κι εγώ ένα αυτοκίνητο σε ένα γκαράζ… Ξανασήκωσα το κεφάλι μου να δω το μικρό μα ο μικρός είχε χαθεί από το τζάμι.
Κάθισα στην πολυθρόνα μου σακατεμένος. Πήρα το βιβλίο μου ξανά στα χέρια να ηρεμήσω με τα λόγια του Σωκράτη. Μα ο διάολος πως το ’φερε απόψε και η ματιά μου έπεσε σε τούτη τη φράση… «Η ζήλεια είναι το έλκος της ψυχής»
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Όσες φορές κι αν το διαβάσω, πάλι θα ανατριχιάζω…
Εύγε!
!!!!!!!!
🙂
Υπέροχη και συγκινητική η ιστορία σας!
Σε ευχαριστώ Μαρία! Είναι από τις ιστορίες που αγαπώ…και από τις πρώτες που έδωσα σε αυτή τη σελίδα βρίσκοντας το κατάλληλο σπίτι για να χωρέσουν τέτοια συναισθήματα…