[Aπογραφή] Πού τριγυρνάς μόνος σου πρωί πρωί; Γιατί δεν είσαι στο σχολείο σου στο ωδείο σου στο μηχανουργείο σου; Γιατί δεν είσαι στο φροντιστήριο στο ανταλλακτήριο στο εκδοτήριο; Γιατί δεν είσαι στη σχολή σου στην αυλή σου στο μυστρί σου; Γιατί δεν είσαι στο προνήπιο...
Έχω πολλές φορές χαθεί Κι άλλες μου μέλλει να χαθώ Στο γύρισμα αυτού του κόσμου Μ' όλα τα πείσματά σου, δώσ' μου Το νήμα να σ' ακολουθώ Γιατί απ' το νήμα σου κρατώ Δρόμο μες στο λαβύρινθο Κι ένα μ' εσένα πάλι, φως μου! _ γράφει ο Ντέμης...
Θυμάμαι κάποιον Οκτώβρη που έβγαλε πολύ κρύο. Μ’ ένα μαύρο ζιβάγκο κατέβαινα βιαστικά τα Πανεπιστήμια, περνώντας δίπλα από τ’ Αστεροσκοπείο. Ριπές κρύου πρωινού αέρα συνόδευαν τα βήματά μου. Πίσω απ’ τα δέντρα, δυο τρεις σκυφτές φασματικές φιγούρες κανόνιζαν τη δόση...
“Τέρας! Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις...”, έλεγε η μάνα στην κόρη. Το κινητό κολλημένο στο ιδρωμένο, ευτραφές αυτί. Δίπλα της ο πατέρας καθησυχαστικός, έψαχνε στην οθόνη για φθηνό εισιτήριο, χαϊδεύοντας το πληκτρολόγιο εδώ και μία περίπου ώρα. “Τίποτα δεν της...
Τα χείλη σου πόρτα επτασφράγιστη που αναζητώ κλειδί να ξεκλειδώσω. Ζητώ να ενδώσω μέσα στην ύλη σου να βυθιστώ. Θα μπερδευτώ πρώτα στο γέλιο σου ύστερα ολότελα θα ζαλιστώ! Όταν μ' ανοίξεις όταν τ' ανοίξω και τα δαγκώνω και τα φιλώ... _ γράφει ο Ντέμης...
Ρυτιδωμένα τα μάτια Στρέφουν προς το αέναο Αγκάθινα μονοπάτια· Οσοδήποτε δύσβατα Τι άλλο παρά περηφάνια Και ξανά περηφάνια! Κάθε που ξαναμετρά Γενναία πράξη Το ανθρώπινο ανάστημα. _ γράφει ο Ντέμης...
Κάποια λαμπρότατη ημέρα Θα λάβουν μέρος Στο διαρκές συνέδριο των πουλιών* Όλα τα πτηνά του ουρανού Μ' όλων των τύπων τις φτερούγες Και τα χρώματα... Αρπακτικά και περιστέρια Σπουργίτια αδέσποτα και καναρίνια Μπούφοι αγέρωχοι και κατσουλιέροι Μάινες κατάμαυρες, κοράκια...